- χυδαϊστής
- ο, Ν(παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) οπαδός τής δημοτικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαΐζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χυδαϊσταί, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χυδαΐστής — ο αυτός που γράφει ή μιλάει την ακραία δημοτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)